Μες τα στενά δρομάκια ξεφαντωναν τα παιδιά ……
Στην εργατική γειτονιά που έζησα το μισό της ζωής μου.την άνοιξη οι ακακίες γέμιζαν με τα λευκά ανθάκια τους τον χωματένιο δρόμο , το ευωδιαστό νεράντζι γλυκό του κουταλιού –να έχουμε για κανα ξένο- ανακατευόταν με το κύμινο από τα σμυρναίικα σουτζουκάκια ,το δεντρολίβανο από το σαβορο ψαράκι και την ιδιεταιρη μυρωδιά του γερανιού
Το καλοκαιράκι τα κεφτεδακια και τα τυροπιτακια στο καλαθάκι στρημοχνωνται στην καροτσα του φορτηγού με τους ανθρώπους που έκαναν εκδρομή ως το Πέραμα ή του Σκαραμαγκά- 10 χλμ απόσταση τώρα- για τα μπάνια τους
Τις γιορτές περιμέναμε τον Αι-Βασίλη και το Πάσχα στην εκκλησιά με τις λαμπάδες και καινούργια ρούχα –να μην μας φάει ο γάιδαρος-
Οι γυναίκες με το κέντημα ή το πλεκτό στο κατώφλι της πόρτας να βλέπουν τα παιδιά που παίζουν ,να ρίχνουν και καμιά ματιά στο φαί -να μην μπει ο αράπης στην κατσαρόλα –
Η γιαγιά η Φρόσω με τα πορτοκαλιά στην ποδιά να καθαρίζει για όλα τα παιδιά και να τους λέει αντί για παραμύθι την ζωή που –δεν –έζησε
οι άντρες κατάκοποι από τις δουλειές να τσιμπήσουν λίγο –έτσι για την ρετσινα - και να αρχίσουν τις επισκευές ,το βάψιμο, το χτίσιμο του σπιτιού
αχ… το σπιτάκι μας κι αυτό είχε καρδιά …